- ανάγλυκος
- η , ο1) недостаточно сладкий; неслёдкий; 2) слащавый, приторный (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάγλυκος — η, ο 1. ο λίγο γλυκός, υπόγλυκος, άγλυκος 2. αυτός που περιέχει πολύ νερό, νερουλός 3. ο επιτηδευμένα και άχαρα γλυκός στους τρόπους, άνοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γλυκός. ΠΑΡ. αναγλυκώνω] … Dictionary of Greek
ανάγλυκος — η, ο αυτός που δεν είναι αρκετά γλυκός, άγλυκος: Το ρυζόγαλο είναι ανάγλυκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγλυκώνω — [ανάγλυκος] (για ζύμη) γίνομαι νερουλός … Dictionary of Greek
άγλυκος — και ανάγλυκος, η, ο [γλυκός] 1. αυτός που δεν είναι αρκετά γλυκός ή δεν είναι καθόλου γλυκός 2. άνοστος, αηδιαστικός … Dictionary of Greek
ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ … Dictionary of Greek